- χλευαστικῶς
- χλευαστικόςderisoryadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χλευαστικός — ή, ό / χλευαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χλευάζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χλευασμό 2. αυτός που έχει την τάση να χλευάζει («χλευαστικὸς κόλαξ», Πολυδ.). επίρρ... χλευαστικώς / χλευαστικῶς ΝΜΑ, και χλευαστικά Ν κατά τρόπο χλευαστικό,… … Dictionary of Greek
παρασεσυρμένως — Α χλευαστικώς, με τρόπο σκωπτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρασεσυρμένος, μτχ. μεσ. παρακμ. τού παρασύρω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
περιδιαβάζω — ΝΜ 1. περπατώ ήρεμα και χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, περιπλανιέμαι για να ψυχαγωγηθώ, περιδιαβαίνω, σεργιανίζω, σουλατσάρω 2. περιφέρομαι άσκοπα, χασομερώ 3. οδηγώ κάποιον σε έναν τόπο για να τόν ψυχαγωγήσω 4. ειρωνεύομαι, εμπαίζω κάποιον, τόν… … Dictionary of Greek